- απάνθρωπος
- inhumain
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀπάνθρωπος — far from man masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάνθρωπος — η, ο (για ανθρώπους και για τις πράξεις τους) άγριος, βάρβαρος, σκληρός αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται μακριά από τους ανθρώπους, έρημος 2. αντικοινωνικός … Dictionary of Greek
απάνθρωπος — η, ο επίρρ. α σκληρός, άσπλαχνος: Το φέρσιμό του ήταν απάνθρωπο ακόμη και στους ίδιους τους γονείς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπανθρωπότερον — ἀπάνθρωπος far from man adverbial comp ἀπάνθρωπος far from man masc acc comp sg ἀπάνθρωπος far from man neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρωποτάτων — ἀπάνθρωπος far from man fem gen superl pl ἀπάνθρωπος far from man masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρωπότατα — ἀπάνθρωπος far from man adverbial superl ἀπάνθρωπος far from man neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρωπότατον — ἀπάνθρωπος far from man masc acc superl sg ἀπάνθρωπος far from man neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρώπως — ἀπάνθρωπος far from man adverbial ἀπάνθρωπος far from man masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάνθρωπον — ἀπάνθρωπος far from man masc/fem acc sg ἀπάνθρωπος far from man neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρωποτάτη — ἀπάνθρωπος far from man fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρωποτάτην — ἀπάνθρωπος far from man fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)